- κτιλεύω
- κτιλεύω (Α) [κτίλος]ημερώνω, δαμάζω («ποῑμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτιλεύεσθαι — κτῑλεύεσθαι , κτιλεύω make tame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύονται — κτῑλεύονται , κτιλεύω make tame pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύσασθαι — κτῑλεύσασθαι , κτιλεύω make tame aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)